- εμπορούπάλληλος
- [эьбороипалилос] ουσ. продавец
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
εμποροϋπάλληλος — ο υπάλληλος εμπορικού καταστήματος … Dictionary of Greek
εμποροϋπάλληλος — ο, η υπάλληλος εμπορικού καταστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
ταξιδιώτης — ο, θηλ. ταξιδιώτισσα, Ν 1. αυτός που ταξιδεύει, ταξιδευτής 2. εμποροϋπάλληλος που περιοδεύει 3. επιβάτης ταξιδιωτικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek